μοναδικός

μοναδικός
-ή, -ό (ΑΜ μοναδικός, -ή, -όν) [μονάς]
αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) αυτός που είναι ασύγκριτος στο είδος του, σπάνιος, εξαίρετος, απαράμιλλος («μοναδική γυναίκα»)
μσν.-αρχ.
μοναστικός, μοναχικός
μσν.
(το ουσ. ως ουσ.) τὸ μοναδικόν
ο πληθυσμός που μονάζει
αρχ.
1. αυτός που είναι θεμελιωμένος στη μονάδα ή αυτός που αποτελείται από αφηρημένες μονάδες («μοναδικοὺς τοὺς ἀριθμοὺς πάντες τιθέασι, πλὴν τῶν Πυθαγορείων», Αριστοτ.)
2. αυτός που ζει απομονωμένος
3. ο ανύπαντρος
4. ο ατομικός
5. ενιαίος
6. γραμμ. αυτός που έχει έναν μόνο τύπο
7. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το άκλιτο.
επίρρ...
μοναδικώς και -ά (Α μοναδικώς)
με μοναδικό τρόπο («τραγουδά μοναδικά»)
(μνσ.-αρχ.) α) κατά μονάδα
β) μία μόνο φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοναδικός — consisting of abstract units masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικός — ή, ό 1. ο μόνος στο είδος του, αποκλειστικός: Η μοναδική έννοια του ήταν η επιστροφή στην πατρίδα. 2. μτφ., αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, ο έξοχος, ο σπάνιος: Είναι μοναδικός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναδικά — μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc pl μοναδικά̱ , μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc/acc dual μοναδικά̱ , μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικώτερον — μοναδικός consisting of abstract units adverbial comp μοναδικός consisting of abstract units masc acc comp sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικῶν — μοναδικός consisting of abstract units fem gen pl μοναδικός consisting of abstract units masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικόν — μοναδικός consisting of abstract units masc acc sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικώτατον — μοναδικός consisting of abstract units masc acc superl sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικαῖς — μοναδικός consisting of abstract units fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικαί — μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδικοῖς — μοναδικός consisting of abstract units masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”